- ἀδιστάκτου
- ἀδίστακτοςundoubtedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
κωνωποσφράντης — κωνωποσφράντης, ου, ὁ (Α) κωμική ονομασία αδίστακτου παρασίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ + οσφράντης (< όσφραίνομαι), πρβλ. καπν οσφράντης, υδρ οσφράντης] … Dictionary of Greek
Ιερή Συμμαχία — Σύμφωνο που υπέγραψαν στις 26 Σεπτεμβρίου 1815 στο Παρίσι ο τσάρος της Ρωσίας, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας και ο βασιλιάς της Πρωσίας. Σε αυτό προσχώρησαν και άλλοι ηγεμόνες, όπως ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΗ’, αλλά απείχαν η Αγγλία (που… … Dictionary of Greek